απραγία

απραγία
κ. απραγιά, η (AM ἀπραγία) [άπραγος]
νεοελλ.
έλλειψη πείρας, αδεξιότητα
αρχ.-μσν.
1. έλλειψη ασχολίας ή εργασίας
2. έλλειψη ενεργητικότητας, αδράνεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀπραγίᾳ — ἀπρᾱγίαι , ἀπραγία inaction fem nom/voc pl ἀπρᾱγίᾱͅ , ἀπραγία inaction fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπραγίαι — ἀπρᾱγίαι , ἀπραγία inaction fem nom/voc pl ἀπρᾱγίᾱͅ , ἀπραγία inaction fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπραγίας — ἀπρᾱγίᾱς , ἀπραγία inaction fem acc pl ἀπρᾱγίᾱς , ἀπραγία inaction fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοπραγία — η (AM δικαιοπραγία) το να κάνει κανείς δίκαιες πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + πραγία < πράγμα (πράσσω / πράττω) πρβλ. απραγία, δυσπραγία] …   Dictionary of Greek

  • ἀπραγιῶν — ἀπρᾱγιῶν , ἀπραγία inaction fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπραγίαν — ἀπρᾱγίᾱν , ἀπραγία inaction fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπραγίῃ — ἀπρᾱγίῃ , ἀπραγία inaction fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”